- ὀποκαλπαθίζω
- ὀπο-καλπᾰθίζω, of myrrh,A smell of ὀποκάλπασον, Gal.14.68.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οποκαλπαθίζω — ὀποκαλπαθίζω (Α) [οποκάλπασον] μυρίζω όπως το οποκάλπασον, δηλ. το βαλσαμόδεντρο … Dictionary of Greek
ὀποκαλπαθίζον — ὀποκαλπαθίζω smell of pres part act masc voc sg ὀποκαλπαθίζω smell of pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)